- ανιλίνη
- Η απλούστερη αρωματική αμίνη, με την ομάδα - ΝΗ2 ενωμένη με ένα άτομο άνθρακα του πυρήνα. Ο χημικός τύπος της είναι C6H5NΗ2. Είναι επίσης γνωστή και ως φαινυλαμίνη ή αμινοβενζόλιο.
Είναι υγρό ελαιώδες, άχρωμο, που γίνεται όμως καστανοκόκκινο στον αέρα· έχει χαρακτηριστική οσμή, βράζει στους 183°C και λιώνει στους -60°C· είναι ελάχιστα διαλυτό στο νερό, αλλά διαλύεται στο οινόπνευμα και στον αιθέρα. Βρίσκεται στη φύση, αλλά σε ελάχιστες ποσότητες, στα προϊόντα απόσταξης των λιθανθράκων απ’ όπου μπορεί να εξαχθεί με απόσταξη. Την ανακάλυψαν ανεξάρτητα και ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμους αρκετοί χημικοί στις αρχές του 19ου αι. Το 1826 ο Γερμανός Ότο Ουνφερντόρμπεν την απομόνωσε με απόσταξη του ινδικού με κάρβουνο, το 1834 ο Γερμανός Φέρντιναντ Ρούνγκε την εξήγαγε από τη λιθανθρακόπισσα, το 1841 o επίσης Γερμανός Καρλ Ιούλιους Φρίτσε την παρήγαγε ύστερα από κατεργασία με θέρμανση του ινδικού με καυστική ποτάσα και, τέλος, το 1842 o Ρώσος Νικολάι Νικολάγεβιτς Ζίνιν έφτασε σε αυτήν με τη συνθετική οδό από το νιτροβενζόλιο. Ο Φρίτσε της έδωσε το όνομα α. από την ισπανική λέξη anil που σημαίνει ινδικό.
Η τεράστια οικονομική σημασία της α. οφείλεται στη μεγάλη της δραστικότητα· χρησιμοποιείται ευρύτατα στη χημική βιομηχανία χρωμάτων (από τα διαζωνικά της άλατα παρασκευάζονται τα λεγόμενα αζωχρώματα, παλιότερα τα χρώματα α. και με αντίδραση οξικού οξέος το ινδικό ή λουλάκι), στη βιομηχανία πλαστικών υλών, συνθετικών υφαντικών ινών και φαρμακευτικών ουσιών. Η α. παράγεται βιομηχανικά από το νιτροβενζόλιο (είτε με αναγωγή με σίδηρο και αραιό υδροχλωρικό οξύ είτε με καταλυτική αναγωγή) και από το χλωροβενζόλιο με αμίνωση.
Κρύσταλλοι υδροχλωρικού άλατος της ανιλίνης, στο πολωτικό μικροσκόπιο.
Dictionary of Greek. 2013.